φορβιά

φορβιά
η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α
είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι
αρχ.
1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο φορούσαν οι αυλητές κατά την αύληση για να μετριάζουν τον ήχο τού αυλού
2. είδος επιδέσμου
3. φρ. «φυσᾷ φορβειᾶς ἄτερ» — παίζει τον αυλό χωρίς να φορεί την περιοριστική στομίδα, με αποτέλεσμα την παραγωγή εξαιρετικά δυνατού ήχου (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορβ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω» + κατάλ. -ειά / -εά / -έα (πρβλ. στελ-εά / στειλ-ειή, δωρ-εά, νευρ-ειή, φωλ-έα). Ο τ. φορβαία αποτελεί δ. γρφ. τού φορβέα. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. poqewija = *φοργw-nFιᾱ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φόρβια — φόρβιον Salvia Horminum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορβέα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. φορβιά …   Dictionary of Greek

  • ορβαία — ἡ, Α βλ. φορβιά …   Dictionary of Greek

  • φορβειά — ἡ, ΜΑ βλ. φορβιά …   Dictionary of Greek

  • φόρβιον — τὸ, Α 1. είδος φυτού τού γένους σάλθια, πιθανώς το όρμινο 2. στον πληθ. τὰ φόρβια (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”